- καταφρονοῦμεν
- καταφρονέωlook down uponpres ind act 1st pl (attic epic doric)καταφρονέωlook down uponpres ind act 1st pl (attic epic doric)καταφρονέωlook down uponimperf ind act 1st pl (attic epic doric)καταφρονέωlook down uponimperf ind act 1st pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
См. также в других словарях:
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek